- ευφλόγιστος
- η , ο [ος , ον ]1) см. εύφλεκτος; 2) легко взрывающийся (о веществе); 3) легко стреляющий (об огнестрельном оружии)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευφλόγιστος — η, ο (για όπλα ή πυρομαχικά) αυτός που εκπυρσοκροτεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλογιστός (< φλογίζω)] … Dictionary of Greek
ευφλογιστία — η [ευφλόγιστος] 1. το να αναφλέγεται κάτι εύκολα 2. (ειδ.) η εύκολη εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου … Dictionary of Greek